- μυκητολογία
- ηεπιστημονικός κλάδος που έχει αντικείμενο τη μελέτη τών μυκήτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. mycology (< μύκης «μύκητας» + -λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
μυκητολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυκητολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκητολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Χ. Φλωρά] … Dictionary of Greek
παρασιτολογία — Η επιστήμη που μελετά τα παράσιτα του ανθρώπου, των ζώων και των φυτών, όπως επίσης και τα κατάλληλα μέτρα για την καταστροφή τους και την αποφυγή των νοσημάτων που προκαλούν. Η π. μελετά τα παράσιτα από άποψη ταξινόμησής τους στο ζωικό βασίλειο … Dictionary of Greek